παρακλήτρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of παράκλητος, Sch. E. Hec. 100.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, tem. zum Folgdn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακλήτρια: θηλ., ἡ παρακαλοῦσα, ἡ ἱκετεύουσα, Παράφρασις τῆς Εὐρ. Ἑκάβης 147. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 317.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. παρακλήτωρ.