παρακουστέον

English (LSJ)

one must disobey, τινος Muson.Fr.16p.82H.

Greek (Liddell-Scott)

παρακουστέον: ρημ. ἐπιθ., τοῦ παρακούω, δεῖ παρακού­ειν, τινός Μουσών. Παρά Στοβ. 458. 11.

Greek Monotonic

παρακουστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παρακούσει, τινός, σε Μουσ., παρά Στοβ.