παραμάννα

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα που αναλαμβάνει να θηλάζει με αμοιβή το παιδί μιας άλλης γυναίκας, αλλ. θηλάστρια, βυζάστρα ή βυζάχτρα
2. η τροφός, γυναίκα που παραμένει στο σπίτι και μετά τον απογαλακτισμό του παιδιού προκειμένου να αναλάβει την ανατροφή του.