παραμυθητέον
English (LSJ)
A one must gently talk to, Pl.Lg.899d.
2 one must soften, τὸ ἐπαχθές Sopat. ap. Stob.4.5.52.
3 one must explain, justify, Corn.ND22.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραμυθέω, δεῖ παραμυθεῖν, παραινεῖν, συμβουλεύειν, Πλάτ. Νόμ. 899D. 2) πρέπει τις νὰ μαλάξῃ, νὰ καταστήσῃ ἐλαφρόν, τὸ ἐπαχθὲς Σώπατ. παρὰ Στοβ. 46. 52.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμυθητέον, adj. verb. van παραμυθέομαι, er moet bemoedigd worden.