παραμύθημα

English (LSJ)

-ατος, τό, consolation, Suid. and Phot. s.v. παραρρητοῖς.

German (Pape)

[Seite 490] τό, der Trost, Schol. Il. 13, 726.

Greek (Liddell-Scott)

παραμύθημα: τό, παρηγορικὸς, Σουΐδ. ἐν λ. παραρρητοῖς, Φώτ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ παραμυθούμαι
παρηγοριά, παραμυθία.