παραπίνω

Greek Monolingual

1. πίνω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει
2. πίνω πολύ, είμαι πότης, είμαι μέθυσος
3. (η μτχ. πάθ. παρακμ.) παραπιωμένος, -η, -ο
πολύ μεθυσμένος.