παραπλήθω

German (Pape)

[Seite 494] daneben voll sein; so erklärt man als Tmesis παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι Od. 9, 8.

Russian (Dvoretsky)

παραπλήθω: быть полным (παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήθω: εἶμαι σχεδὸν πλήρης, ἴδε ἐν λ. παράπλειος

Greek Monolingual

Α
είμαι γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλήθω «είμαι πλήρης»].