παραπρήσσω
French (Bailly abrégé)
ion. c. παραπράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπρήσσω Ion. voor παραπράττω.
Russian (Dvoretsky)
παραπρήσσω: ион. = παραπράσσω.
ion. c. παραπράσσω.
παραπρήσσω Ion. voor παραπράττω.
παραπρήσσω: ион. = παραπράσσω.