παραπράσσω

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπράσσω Medium diacritics: παραπράσσω Low diacritics: παραπράσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: paraprássō Transliteration B: paraprassō Transliteration C: paraprasso Beta Code: parapra/ssw

English (LSJ)

Att. παραπράττω, Ion. παραπρήσσω,
A do a thing beside or beyondthe main purpose, Hdt.5.45; οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. D.C. 76.7.
II help in doing, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος S.Aj.261 (anap.).
III act unjustly, esp. exact money illegally, Plu.Agis 16:—Pass., Wilcken Chr.238.6 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 495] att. -ττω, daneben thun, Nebendinge treiben, die nicht zur Hauptsache gehören, Her. 5, 45; neben πολυπραγμονεῖν, D. Sic. 76, 7; – μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος, theilnehmen, Soph. Ai. 254; Sp. – Geld widerrechtlich eintreiben, Plut. Agis 16.

French (Bailly abrégé)

I. agir autrement qu'il ne faut, càd :
1 agir contrairement à des avis ou à des instructions;
2 contrevenir, faillir;
II. exiger illégalement, acc..
Étymologie: παρά, πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

παραπράσσω: атт. παραπράττω, ион. παραπρήσσω
1 заниматься посторонними делами: εἰ μὴ παρέπρηξε μηδέν Her. если бы (Дорией) ни в чем не уклонился от основной цели (своего похода);
2 содействовать, соучаствовать (μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Soph.);
3 взыскивать (поборы) сверх положенного, незаконно облагать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραπράσσω: Ἀττικ. -ττω, Ἰωνικ.-πρήσσω: μέλλ. -ξω. Πράττω τι ἔξω τοῦ κυρίου σκοποῦ μου, Ἡρόδ. 5. 45· οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. Δίων Κ. 75. 7. ΙΙ.βοηθῶ εἰς πρᾶξίν τινα, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Σοφ. Αἴ. 261. ΙΙΙ. πράττω ἀδίκως, ἰδίως, παρανόμως ἀργυρολογῶ, Πλουτ. Ἆγις 16.

Greek Monolingual

και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α
1. κάνω κάτι που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου
2. βοηθώ σε μια πράξη, συμπράττω
3. κάνω κάτι άδικα, ιδίως εισπράττω χρήματα κατά τρόπο άδικο ή παράνομο.

Greek Monotonic

παραπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -ξω·
I. κάνω κάτι εκτός ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.
II. βοηθώ στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Σοφ.

Middle Liddell

Attic -ττω ionic -πρήσσω fut. ξω
I. to do a thing beside or beyond the main purpose, Hdt.
II. to help in doing, Soph.