παρασκευαστής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] leverancier.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστής: οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
Greek Monotonic
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.
Middle Liddell
παρασκευαστής, οῦ, ὁ, [from παρασκευάζω
a provider, τινος Plat.