προμηθευτής
From LSJ
Greek Monolingual
ο, θηλ. προμηθεύτρια και προμηθεύτρα, Ν
1. αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον με κάτι («προμηθευτής της βασιλικής αυλής» — τιμητικός τίτλος που απονεμόταν στους καταστηματάρχες από τους οποίους λάμβαναν προμήθειες οι υπηρεσίες τών ανακτόρων και οι βασιλείς)
2. επαγγελματίες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό πλοίων κρατικών υπηρεσιών, κοινωφελών ιδρυμάτων, κ.ά. φορέων
3. μτφ. (σχετικά με γυναίκες) μαστρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμηθεύω. Η λ. προμηθευτής μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. προμηθεύτρια από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].