παρασκεύασις
English (LSJ)
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
παρασκεύασις: εως ἡ Diod. = παρασκευή.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκεύασις: ἡ, = παρασκευή, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 7.
Greek Monolingual
-εως, ή Α παρασκευάζω η παρασκευή.
παρασκεύασις: εως ἡ Diod. = παρασκευή.
παρασκεύασις: ἡ, = παρασκευή, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 7.
-εως, ή Α παρασκευάζω η παρασκευή.