παρασκεύασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = παρασκευή, ναυτικῶν δυνάμεων D.S.21.16.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, = παρασκευή, D. Sic. exc. p. 491, 7.

Russian (Dvoretsky)

παρασκεύασις: εως ἡ Diod. = παρασκευή.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκεύασις: ἡ, = παρασκευή, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 7.

Greek Monolingual

-εως, ή Α παρασκευάζω η παρασκευή.