παραστατικόν: τό, (ὑπον. μνῆμα, τόπος ταφῆς), Ἐπιγρ. Ἰσαυρίας τῶν πρώτων Χριστιαν. αἰώνων, Bul. de cor. hel. IV, σελ. 198-9, 201 (πλεονάκις ἐκεῖ ἡ λέξις). - Σελευκείας, CIG, 9214-7, ἐν δὲ 9213 θήκη παραστατική, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδ.