παρασυμπαθητικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (ανατ.-φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρασυμπαθητικό νεύρο»)
2. φρ. «παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα»
ανατ. τμήμα του φυτικού νευρικού συστήματος με αποκλειστικά κινητικές και εκκριτικές ίνες που λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasympathetic (< παρα- + συμπαθητικός)].