τό, Dim. of sq., Hsch. s.v. Ἑρμαῖ.
[Seite 507] τό, dim. zum Folgdn, Hesych. v. Ἑρμαῖ.
παραφυάδιον: τὸ ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἑρμαῖ.
τὸ, Α παραφυάς, -άδος](υποκορ. του παραφυάς) (κατά τον Ησύχ.) μικρή παραφυάδα.