παραφυκτός
English (LSJ)
v. παρφυκτός.
German (Pape)
[Seite 507] poet. παρφυκτός, zu entfliehen, τό γε μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, Pind. P. 12, 30.
Greek (Liddell-Scott)
παραφυκτός: ἴδε παρφυκτός.
Russian (Dvoretsky)
παραφυκτός: поэт. παρφυκτός 3 которого можно избежать: τὸ οὐ παρφυκτόν Pind. неизбежное, неминуемое.