παρφυκτός

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρφυκτός Medium diacritics: παρφυκτός Low diacritics: παρφυκτός Capitals: ΠΑΡΦΥΚΤΟΣ
Transliteration A: parphyktós Transliteration B: parphyktos Transliteration C: parfyktos Beta Code: parfukto/s

English (LSJ)

ον, poet. for παραφ(ε)υκτός, to be avoided, τὸ μόρσιμον οὐ π. Pi. P. 12.30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'il faut ou qu'on peut éviter.
Étymologie: παραφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρφυκτός -ον [παραφεύγω] vermijdbaar.

German (Pape)

poet. statt παραφυκτός, zu entfliehen, entrinnbar, Pind. P. 12.50.

Russian (Dvoretsky)

παρφυκτός: [adj. verb. к παρφυγέειν Pind. = παραφυκτός.

Greek (Liddell-Scott)

παρφυκτός: -όν, ποιητ. ἀντὶ παράφυκτος, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, τὸ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν Πινδ. Π. 12. 53.

English (Slater)

παρφυκτός to be avoided τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (v.l. οὔ πα φυκτόν) (P. 12.30)