παρηγόρησις

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, das Lindern, Heilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγόρησις: -εως, ἡ, τρόπος θεραπείας, Μοσχίων π. Γυναικ. Παθῶν 27, 16.