παρράλιος

English (LSJ)

η, ον, Epic for παράλιος, ARh. 4.1560, v.l. in DP. 253.

Greek (Liddell-Scott)

παρράλιος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ παράλιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παράλιος.