παρτάδες

Greek (Liddell-Scott)

παρτάδες: «ἄμπελοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

αἱ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «άμπελοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παστάδα].