παρτίδα

Greek Monolingual

η
1. μέρος, τμήμα ενός συνόλου, ιδίως εμπορεύματος
2. ολοκληρωμένη διαδικασία τυχερού ή άλλου επιτραπέζιου παιχνιδιού (α. «μια παρτίδα σκάκι» β. «δύο παρτίδες τάβλι»)
3. πληθ. οι παρτίδες
σχέσεις, δοσοληψίες («δεν έχω παρτίδες μαζί του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. partida].