παρτιτούρα

Greek Monolingual

η
η καταγραφή, σε χειρόγραφη ή τυπωμένη μορφή, ενός μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. partitura < partito μτχ. του ρ. partire «μοιράζω, φεύγω» < λατ. partio «μοιράζω»].