μοιράζω
English (LSJ)
= μοιράω, Anon. in Rh.230.7 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
μοιράζω: μοιράω, Φίλων Ι, 185, 1.
Greek Monolingual
και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) μοίρα
1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να το μαγειρέψω»)
2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς»)
3. μεταβιβάζω την κυριότητα, κληροδοτώ κάτι σε κάποιον
νεοελλ.
1. δίνω αφειδώλευτα, σκορπώ («αν και μοίρασε πολλά, δεν βγήκε στις εκλογές»
2. (ιδίως σχετικά με χρήματα) σπαταλώ, σκορπίζω, διαθέτω άσκοπα και ανόητα («μοίρασε όλα τα λεφτά του για διασκεδάσεις»)
3. (σχετικά με φιλοφρονήσεις) παρέχω με αφθονία (α. «μοιράζει χειραψίες» β. «μοιράζει υποσχέσεις»)
4. μεσ. μοιράζομαι
διχάζομαι
5. φρ. α) «μοιράζω τα χαρτιά» ή «μοιράζω χαρτιά» ή, απλώς, «μοιράζω»
(σε ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) διανέμω σε καθέναν από τους παίκτες έναν αριθμό χαρτιών ανάλογα με το παιχνίδι
β) «μοιράζεται το χαρτί»
(σε χαρτοπαίγνιο) οι παίκτες έχουν την ίδια περίπου τύχη
γ) «μοιράζω τη διαφορά» — βρίσκω μέση λύση
δ) «δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε (μεταξύ μας)» — δεν υπάρχει κανένας λόγος προστριβών μεταξύ μας
5. παροιμ. «δεν μπορεί (ή δεν ξέρει) να μοιράσει δύο γαϊδάρων άχυρα» — είναι τελείως αδαής ή ανίκανος
νεοελλ.-μσν.
1. χορηγώ σε άλλους από τα υπάρχοντα μου για βοήθημα («καὶ ἀπὸ κείνους δὲ τοὺς θησαυρούς... εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐμοίραζεν ὡς ψυχικὸν πατρῷον», Διγεν. Ακρ.)
2. (για θηρίο) διαμελίζω, κατασπαράζω
3. (ενεργ. και μέσ. συν. στον πληθ. ως αλληλοπαθές) α) παίρνω ύστερα από διανομή μερίδιο από κάτι («ακόμη δεν μοιράσαμε την κληρονομιά»)
β) συμμερίζομαι, συμπάσχω («μοιραζόμαστε και τις χαρές και τις λύπες»)
μσν.
1. (σχετικά με την έκβαση αγώνα) κάνω πρόγνωση, πιθανολογώ, προσπαθώ να αποδώσω νίκη στον έναν ή στον άλλον
2. μεταδίδω, μεταλαμπαδεύω
2. μεσ. συγχέομαι, μπερδεύομαι, διαφοροποιούμαι («αὐτοῦ ἐμοιράσθησαν οἱ γλῶσσες ὅλες», Διήγ. Αλεξ.)
3. σκίζω, χωρίζω
4. κατατάσσω, ταξινομώ
5. φρ. α) «μοιράζομαι κατὰ νοῦν» — η σκέψη μου πλανιέται ή διασπάται σε πολλά
β) «μοιράζομεν τὴν νίκην» — είμαστε ισόπαλοι σε αγώνα.