πασιθρύλητος
English (LSJ)
[ῡ], ον, world-famous, Tz.H.9.19.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱσῐθρύλητος: -ον, ὁ ἔχων παγκόσμιαν φήμην, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 19.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει παγκόσμια φήμη, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + θρυλοῦμαι].