πασίγνωστος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱσῐγνωστος Medium diacritics: πασίγνωστος Low diacritics: πασίγνωστος Capitals: ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: pasígnōstos Transliteration B: pasignōstos Transliteration C: pasignostos Beta Code: pasi/gnwstos

English (LSJ)

πασίγνωστον, all-known, famous, Sch.Lyc. 12.

German (Pape)

[Seite 531] allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαθής.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσίγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι γνωστός, Σχολ. εἰς Λουκ. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο / πασίγνωστος, -ον, ΝΑ
ο γνωστός σε όλους, γνωστότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + γνωστός (< γιγνώσκω)].