πασσαλευτός

English (LSJ)

πασσαλευτή, πασσαλευτόν, pinned down, δεσμοῖσι π. ὤν (as Turneb. for the reading of cod. Med. πασσαλεύμενος) A.Pr.113.

German (Pape)

[Seite 532] angenagelt, angeheftet, Aesch. Prom. 112.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé à un clou, cloué.
Étymologie: adj. verbal de πασσαλεύω.

Russian (Dvoretsky)

πασσᾰλευτός: пригвожденный, прикованный (δεσμοῖσι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰσσαλευτός: -ή, -όν, πεπασσαλευμένος, «καρφωμένος», δεσμοῖσι π. ὢν (κατὰ τὸν Turneb. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Μεδ. Κώδ. πασσαλεύμενος), Αἰσχύλ. Πρ. 113, ἀλλὰ νῦν γράφεται: πεπασσαλευμένος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πασσαλεύω
καρφωτός, καρφωμένος.

Greek Monotonic

πασσᾰλευτός: -ή, -όν, καρφωμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πασσᾰλευτός, ή, όν
pinned down, Aesch. [from πασσᾰλεύω]