πασσαλεύω
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
Att. πατταλεύω,
A peg, pin, or fasten to, λαβών νιν… π. πρὸς πέτραις ib.56; λάφυρα… δόμοις ἐπασσάλευσαν Id.Ag.579; ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις E.Ba.1214.
2 drive in like a peg or bolt, σφηνὸς… γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. A.Pr.65.
German (Pape)
[Seite 532] att. πατταλεύω, annageln, anheften, Aesch. Prom. 56. 65 Eur. Rhes. 180 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
néo-att. πατταλεύω;
1 fixer avec un clou, clouer τινά τινι, πρός τινι, ἐπί τινι qqn sur qch;
2 p. ext. enfoncer comme un clou, acc..
Étymologie: πάσσαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσαλεύω Ion. voor πατταλεύω.
Russian (Dvoretsky)
πασσᾰλεύω: атт. παττᾰλεύω
1 пригвождать, прибивать (τι и τινά τινι или πρός τινι Aesch., Eur.);
2 вонзать (γνάθον στέρνων διαμπάξ Aesch.).
Spanish
Greek Monolingual
και πατταλεύω, ΜΑ πάσσαλος
μσν.
(σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω
αρχ.
1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῖ σθένει ῥαιστῆρι θεῖνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.)
2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο.
Greek Monotonic
πασσᾰλεύω: Αττ. παττ-, μέλ. -σω,
1. καρφώνω, στερεώνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μπήγω κάτι όπως μια ξυλόπροκα ή πάσσαλο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πασσᾰλεύω: Ἀττ. παττ-, διὰ πασσάλων καρφώνω, στερεώνω, λαβὼν νιν ... π. πρὸς πέτραις Αἰσχύλ. Πρ. 56· λάφυρα δόμοις ἐπασσάλευσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 579· ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος, ὃν πάρειμι θηράσασ’ ἐγὼ Εὐρ. Βάκχ. 1214. 2) ἐμπήγνυμι ὡς πάσσαλον, σφηνὸς ... γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. Αἰσχύλ. Πρ. 65.
Middle Liddell
πασσᾰλεύω,
1. to pin or fasten to, τί τινι Aesch., Eur.
2. to drive in like a peg, Aesch.
Léxico de magia
colgar el cielo, como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... τὸν στήσαντα τὴν θάλασσαν καὶ <πασ>σαλεύσαντα τὸν οὐρανόν te invoco a ti, que colocaste el mar y colgaste el cielo P V 462