πασχητιώ
Greek Monolingual
-άω Α
κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. πάσχω, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση -ητιάω / -ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε -ητ(ής) και το επίθημα -ιάω, που αποσπάστηκε από ρήματα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. ἐμετιάω / -ῶ)].