Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πατέρα
Greek Monolingual
η βακτηρία η οποία στο άνω άκρο της είχε σχήμα Τ και την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι γέροντες στους ναούς για να στηρίζονται με τα δύο χέρια σταυρωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του πάτερο «ξύλινη δοκός που στηρίζει το πάτωμα»].