Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και πατηκώνω [[[πατίκι]] (Ι)]πατάω, πιέζω, συμπιέζω, στοιβάζω κάτι για να ελαττωθεί ο όγκος του και να καταλάβει μικρότερο χώρο.