πατρεία

English (LSJ)

v. πάτρα III. πατρέμβατοι· ὑψηλοί, Hsch. πάτρη, ἡ, Ep. and Ion. for πάτρα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πάτρα
(δ. τ. του πάτρα) η αδελφή του πατέρα, η θεία.