v. πάτρα III. πατρέμβατοι· ὑψηλοί, Hsch. πάτρη, ἡ, Ep. and Ion. for πάτρα.
ἡ, Απάτρα(δ. τ. του πάτρα) η αδελφή του πατέρα, η θεία.