πατρογέρων

English (LSJ)

οντος, ὁ, hereditary member of the γερουσία, Ephes. 2.20 iii 4 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

πατρογέρων: ἱερεύς, ὄνομα ἱερατικοῦ ἀξιώματος, Ἐπιγραφ. Ἑφέσου, Hermes IV, σ. 206.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φρ. «πατρογέρων ιερεύς» — τίτλος ιερατικού αξιώματος επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + γέρων.