πατρομαχία

Greek (Liddell-Scott)

πατρομαχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι κατὰ τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, Θ. Στουδ. σ. 1484, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
το να αντιμάχεται κανείς τους Πατέρες της Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχία].