πατρυιός
English (LSJ)
ὁ, stepfather, CIG3445 (Lydia), Cat.Cod.Astr.8(4).128, Eust.560.26: also πατρυός, Cat.Cod.Astr.2.174.
German (Pape)
[Seite 537] ὁ, auch πατρυός, Stiefvater, Sp., VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πατρυιός: ὁ, μητρυιός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3445, Εὐστ. 560. 26· πρβλ. μητρυιά.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ
βλ. πατριός.