Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ
ο σύζυγος της μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῦν
τες τὴν μητρυιάν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός, κατά το μητρυιά (βλ. λ. μητριά)].