πατριός

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

Greek Monolingual

και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ
ο σύζυγος της μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῦν τες τὴν μητρυιάν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός, κατά το μητρυιά (βλ. λ. μητριά)].