παυσίκακος

English (LSJ)

[ῐ], ον, ending evils, Sch.Pi.O.2.1.

German (Pape)

[Seite 538] Uebel stillend, beendigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίκᾰκος: -ον, ὁ καταπαύων τὰ κακά, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 1, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, 292.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που σταματάει, που απομακρύνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + κακός, πρβλ. λυσίκακος].