-ον, Ααυτός που καταπαύει τη μέθη.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + κραιπάλη «υπερβολική μέθη»].