παχυδάκτυλος

English (LSJ)

παχυδάκτυλον, thick-fingered, Polem.Phgn.86.

German (Pape)

[Seite 539] dickfingerig, Polemo.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους παχεῖς, Πολέμων. Φυσιογν. σ. 310.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχυδάκτυλος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει παχιά δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + δάκτυλος (πρβλ. τετραδάκτυλος)].