πεδέχω
English (LSJ)
Aeol. for μετέχω, Alc., Sapph. (v. μετέχω, Pi.Pae.4.37: aor. inf. πεδασχεῖν Id.Fr.27; also Dor., Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πεδέχω: эол. = μετέχω.
Greek (Liddell-Scott)
πεδέχω: Αἰολ. ἀντὶ μετέχω, Σαπφὼ 73, Ἀλκαῖ. 98.
English (Slater)
πεδέχω (cf. μετέχω.) share [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (σὺν supp. Housman metr. gr.: <ἓξ> e Σ Wil.: ὑ[ές]σιν Schr.) Πα. . 3. πεδασχεῖν fr. 27.
Greek Monolingual
Α
(αιολ. τ.) βλ. μετέχω.
Greek Monotonic
πεδέχω: Αιολ. αντί μετ-έχω.