πεδητής
English (LSJ)
πεδητοῦ, Dor. πεδητάς, ὁ, one who fetters: metaph., hinderer, AP 9.756 (Aemil.).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πεδητής: дор. πεδητάς, οῦ adj. m сковывающий, удерживающий (λίθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πεδητής: -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α πεδῶ
1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής
2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
Greek Monotonic
πεδητής: -οῦ, ὁ (πεδάω), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.