δεσμευτής
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
δεσμευτοῦ, ὁ, one who binds, Sch. Opp.H.3.373.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que sujeta, que fija glos. a εὐναστήρ, ref. a una piedra usada a modo de ancla, Sch.Opp.H.3.373.
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, der Fesselnde, Schol. Opp. H. 3, 373.
Greek Monolingual
ο (Α δεσμευτής) δεσμεύω
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. στοιχείο ή χημική ένωση που δεσμεύει τα προϊόντα πυρηνικής ή χημικής αντίδρασης
2. (πυρην.) χαρακτηρισμός στοιχείων με μεγάλη ενεργό πυρηνική διατομή, δηλ. με μεγάλη ικανότητα να δεσμεύουν νετρόνια
3. χημ. χαρακτηρισμός στοιχείων ή δευτερευουσών χημικών ενώσεων που δεσμεύουν κάποιο από τα τελικά προϊόντα μιας αντίδρασης, μετατοπίζοντας την κατάσταση ισορροπίας προς το δεύτερο μέλος
αρχ.
αυτός που δεσμεύει κάποιον.