δεσμευτής

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμευτής Medium diacritics: δεσμευτής Low diacritics: δεσμευτής Capitals: ΔΕΣΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: desmeutḗs Transliteration B: desmeutēs Transliteration C: desmeftis Beta Code: desmeuth/s

English (LSJ)

δεσμευτοῦ, ὁ, one who binds, Sch. Opp.H.3.373.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
que sujeta, que fija glos. a εὐναστήρ, ref. a una piedra usada a modo de ancla, Sch.Opp.H.3.373.

German (Pape)

[Seite 550] ὁ, der Fesselnde, Schol. Opp. H. 3, 373.

Greek Monolingual

ο (Α δεσμευτής) δεσμεύω
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. στοιχείο ή χημική ένωση που δεσμεύει τα προϊόντα πυρηνικής ή χημικής αντίδρασης
2. (πυρην.) χαρακτηρισμός στοιχείων με μεγάλη ενεργό πυρηνική διατομή, δηλ. με μεγάλη ικανότητα να δεσμεύουν νετρόνια
3. χημ. χαρακτηρισμός στοιχείων ή δευτερευουσών χημικών ενώσεων που δεσμεύουν κάποιο από τα τελικά προϊόντα μιας αντίδρασης, μετατοπίζοντας την κατάσταση ισορροπίας προς το δεύτερο μέλος
αρχ.
αυτός που δεσμεύει κάποιον.