πεδιάσιμος

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πεδινός
2. το ουδ. ως ουσ. τo πεδιάσιμον
βιβλίο απογραφής τών αγρών, το πεδιακόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. -σιμος (πρβλ. θανάσιμος)].