πεζογραφικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία.
επίρρ...
πεζογραφικώς
με πεζογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη].
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία.
επίρρ...
πεζογραφικώς
με πεζογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη].