πεζολόγος
English (LSJ)
ὁ, prosewriter, A.D.Pron.65.27, Phlp. in Cat.24.34, EM424.24.
German (Pape)
[Seite 542] sich in Prosa ausdrückend, sprechend oder schreibend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεζολόγος: -ον, ὁ λαλῶν ἢ γράφων ἐν πεζῷ λόγῳ, Εὐστ. 1067. 41, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.: οὕτω πεζο-λέκτης, ου, ὁ, Εὐστ. 569. 7. ― Ῥῆμα πεζολογέω, ὁμιλῶ ἢ γράφω εἰς πεζὸν λόγον, ὁ αὐτ. 4. 28· καὶ πεζολεκτέω, 1424. 15· ― οὐσιαστ. πεζολογία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, 1888. 1. ― Ἐπίρρ., πεζολογικῶς, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, 1533. 30.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο
νεοελλ.
αυτός που γράφει ή μιλά χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία, μονότονος και φτωχός στο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λόγος].