πεζομάχας

English (Slater)

πεζομᾰχας fighting on foot τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι (P. 2.65)

Russian (Dvoretsky)

πεζομάχᾱς: ᾱ ὁ дор. = * πεζομάχης.