ἄνδρεσσι

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

English (Autenrieth)

see ἀνήρ.

Greek Monotonic

ἄνδρεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνδρεσσι: эп. dat. pl. к ἀνήρ.