Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πειθαναγκάζω
Greek Monolingual
Ν αναγκάζω κάποιον να πεισθεί παρά τη θέλησή του, πείθω κάποιον να υπακούσει, να συμφωνήσει μαζί μου είτε με υλική βία είτε με ψυχολογική βία και απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ.<πειθανάγκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό].