πειθανάγκη

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθᾰνάγκη Medium diacritics: πειθανάγκη Low diacritics: πειθανάγκη Capitals: ΠΕΙΘΑΝΑΓΚΗ
Transliteration A: peithanánkē Transliteration B: peithanankē Transliteration C: peithanagki Beta Code: peiqana/gkh

English (LSJ)

ἡ, compulsion under the disguise of persuasion, force majeure, duress, Plb.21.42.7; π. προσάγειν τισὶ τοῦ συγχωρεῖν Id.Fr. 194, cf. Cic.Att.9.13.4; π. Θετταλική 'Hobson's choice', Zos. 1.21, cf. Jul. Or.1.32a; euphemism for torture or bastinado, PAmh.2.31. 11 (ii B. C.), PTeb.5.58 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 543] ἡ, Überredung oder Gehorsam aus Zwang, wenn Einer unter dem Scheine von Frewilligkeit durch Furcht vor Strafe und Drohungen wozu bewegt wird, Pol. 22, 25, 8; vgl. Cic. Att. 9, 13; sprichwörtlich war die thessalische u. lakonische πειθ. geworden, vgl. Valck. Hipp. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
persuasion contrainte, càd imposée par l'évidence ou la force des choses.
Étymologie: πείθω, ἀνάγκη.

Russian (Dvoretsky)

πειθᾰνάγκη: ἡ навязанное убеждение, мнимо-добровольное подчинение Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πειθᾰνάγκη: ἡ, βία ὑπὸ τὸ πρόσχημα πειθοῦς ἢ παρακλήσεως, Πολύβ. 22. 25, 8, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 13· ― παροιμιώδης ἦτο ἡ τῶν Θεσσαλῶν καὶ τῶν Σπαρτιατῶν πειθανάγκη, Wyttenb. Ep. Cr. σ. 196. ― Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον· παροιμία, ἣν ἔνιοι πειθανάγκην λέγουσι».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.)
2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν λέγουσι» — δόρυ, ως σύμβολο εξουσίας και βίας, και ράβδος του κήρυκα, ως σύμβολο ειρηνικής διαπραγμάτευσης και πειθούς (Ζηνόβ.)
3. (κατ' ευφημ.) βασανιστήρια, βασανισμός, ξυλοκόπημα
4. φρ. «Λακωνική πειθανάγκη» και «Θεσσαλική πειθανάγκη» — η αναγκαστική επιλογή: ή το προσφερόμενο ή τίποτε, εξαιτίας του πειθαναγκασμού που χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν οι Λάκωνες και οι Θεσσαλοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + ἀνάγκη.