πεισματάρης

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και πεισματάρισσα
αυτός που έχει πολύ πείσμα, πείσμονας, ισχυρογνώμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα (Ι), -ατος + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικάρης)].