πελλάς

German (Pape)

[Seite 551] ἡ, = πέλλα, mulctra, πελλίς (?); – πέλλας erkl. Hesych. πρεσβύτης.

Greek Monolingual

-ᾱ και, κατά τον Ησύχ., πέλλας, ὁ, Α
γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελλός + κατάλ. -ας. Η προσωνυμία δόθηκε στους γέροντες λόγω του χρώματος τών μαλλιών τους].